προβληματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />controversé.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβλημα]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />controversé.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβλημα]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβλημᾰτώδης''': -ες, ([[πρόβλημα]] IV) [[προβληματικός]], προβλήματι [[ὅμοιος]], Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.
|elnltext=προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.
}}
{{elru
|elrutext='''προβλημᾰτώδης:''' [[затруднительный]], [[спорный]] (π. καὶ [[ἄπορος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προβλημᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[προβληματικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προβλημᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[προβληματικός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβλημᾰτώδης:''' [[затруднительный]], [[спорный]] (π. καὶ [[ἄπορος]] Plut.).
|lstext='''προβλημᾰτώδης''': -ες, ([[πρόβλημα]] IV) [[προβληματικός]], προβλήματι [[ὅμοιος]], Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.
}}
{{elnl
|elnltext=προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προβλημᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[problematical]], Plut.
|mdlsjtxt=προβλημᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[problematical]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλημᾰτώδης Medium diacritics: προβληματώδης Low diacritics: προβληματώδης Capitals: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: problēmatṓdēs Transliteration B: problēmatōdēs Transliteration C: provlimatodis Beta Code: problhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, problematical, Plu.Cat.Mi.25.

German (Pape)

[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.

Russian (Dvoretsky)

προβλημᾰτώδης: затруднительный, спорный (π. καὶ ἄπορος Plut.).

Greek Monolingual

-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.

Greek Monotonic

προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.

Middle Liddell

προβλημᾰτ-ώδης, ες εἶδος
problematical, Plut.