προκαταφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se réfugier auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
|btext=se réfugier auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
|elnltext=προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαταφεύγω:''' [[ранее убегать]], [[укрываться]], [[искать или находить убежище]] (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ [[ἱερόν]] Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκαταφεύγω:''' [[ранее убегать]], [[укрываться]], [[искать или находить убежище]] (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ [[ἱερόν]] Thuc.).
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] to a [[place]] of [[safety]] [[before]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] to a [[place]] of [[safety]] [[before]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταφεύγω Medium diacritics: προκαταφεύγω Low diacritics: προκαταφεύγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prokatapheúgō Transliteration B: prokatapheugō Transliteration C: prokatafeygo Beta Code: prokatafeu/gw

English (LSJ)

escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.

German (Pape)

[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.

French (Bailly abrégé)

se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.

Russian (Dvoretsky)

προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).

Greek Monolingual

Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», Θουκ.).

Greek Monotonic

προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape to a place of safety before, Thuc.