προσαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=répondre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀμείβομαι.
|btext=répondre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀμείβομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσαμείβομαι''': Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
|elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσαμείβομαι:''' Δωρ. ποτ-, Μέσ., [[απαντώ]] <i>τινα</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''προσαμείβομαι:''' Δωρ. ποτ-, Μέσ., [[απαντώ]] <i>τινα</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.).
|lstext='''προσαμείβομαι''': Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτ<br />Mid., to [[answer]], τινα Theocr.
|mdlsjtxt=doric ποτ<br />Mid., to [[answer]], τινα Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰμείβομαι Medium diacritics: προσαμείβομαι Low diacritics: προσαμείβομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: prosameíbomai Transliteration B: prosameibomai Transliteration C: prosameivomai Beta Code: prosamei/bomai

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med., answer, τινα Theoc.1.100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].

Greek Monotonic

προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

Middle Liddell

doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.