προτίμησις: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προτίμησις''': [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.
|elnltext=προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.
}}
{{elru
|elrutext='''προτίμησις:''' εως (τῑ) ἡ предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτίμησις:''' [ῑ], ἡ, [[τιμή]], [[σεβασμός]] (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, [[προτίμηση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προτίμησις:''' [ῑ], ἡ, [[τιμή]], [[σεβασμός]] (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, [[προτίμηση]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προτίμησις:''' εως (τῑ) предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.
|lstext='''προτίμησις''': [ῑ], , ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.
}}
{{elnl
|elnltext=προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προτί]]¯μησις, εως, [from προτῑμάω]<br />an honouring [[before]] others, [[preference]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[προτί]]¯μησις, εως, [from προτῑμάω]<br />an honouring [[before]] others, [[preference]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῑμησις Medium diacritics: προτίμησις Low diacritics: προτίμησις Capitals: ΠΡΟΤΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: protímēsis Transliteration B: protimēsis Transliteration C: protimisis Beta Code: proti/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, honouring before or above others, preference, Th. 3.82: pl., Poll.8.140; assigning a higher value to, τῶν αὐτῶν ἡ π. καὶ ἡ αἵρεσις Plot.6.7.20; κατὰ προτίμησιν in order of importance, τὸ κ. π. σχῆμα (sc. μάλιστα μέν . . κτλ.) Hermog.Id.1.11. (Dor. προτίμᾱσις is dub. in SIG943.13 (Cos, iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédilection, préférence pour, gén..
Étymologie: προτιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.

Russian (Dvoretsky)

προτίμησις: εως (τῑ) ἡ предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.

Greek Monotonic

προτίμησις: [ῑ], ἡ, τιμή, σεβασμός (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, προτίμηση, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προτίμησις: [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας προτίμησις Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.

Middle Liddell

προτί¯μησις, εως, [from προτῑμάω]
an honouring before others, preference, Thuc.