σπαραγμός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de déchirer, déchirement;<br /><b>2</b> convulsion.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de déchirer, déchirement;<br /><b>2</b> convulsion.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπᾰραγμός''': ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· [[ἀλλά]], σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, [[σπασμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - [[καθόλου]], [[ἀγωνία]], Ρήτορες (Walz) 1. 613.
|elnltext=σπαραγμός -οῦ, [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735.
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰραγμός:''' тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[разрывание]], [[раздирание]] (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> [[судорога]], [[спазм]] Aesch., Soph., Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σπᾰραγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[απόσχιση]], κατασπάραγμα, βίαιη [[απόσπαση]], [[κομμάτιασμα]], [[ξέσκισμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> σπασμωδικό [[τίναγμα]], [[σπασμός]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπᾰραγμός:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[разрывание]], [[раздирание]] (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> [[судорога]], [[спазм]] Aesch., Soph., Plut., Luc.
|lstext='''σπᾰραγμός''': ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· [[ἀλλά]], σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, [[σπασμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - [[καθόλου]], [[ἀγωνία]], Ρήτορες (Walz) 1. 613.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαραγμός -οῦ, [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαραγμός Medium diacritics: σπαραγμός Low diacritics: σπαραγμός Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: sparagmós Transliteration B: sparagmos Transliteration C: sparagmos Beta Code: sparagmo/s

English (LSJ)

ὁ, A tearing, rending, mangling, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς E.Hec.656 (lyr.); σ. Βακχῶν by them, Id.Ba.735; but σπαραγμοὶ χαίτας, χρωτός, etc., rending of them, Id.Ph.1525 (lyr.), Tr.453 (troch.), cf. Phld.Piet.87, etc. II convulsion, spasm, A.Fr.169, S.Tr.778,1254; agony, Anon.Prog. in Rh.1.613 W. (pl.).

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de déchirer, déchirement;
2 convulsion.
Étymologie: σπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαραγμός -οῦ, ὁ [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰραγμός: ὁ тж. pl.
1) разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);
2) судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σπαράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω, σπάραγμα
νεοελλ.
βαθιά θλίψη, συντριβή
αρχ.
1. σπασμός
2. αγωνία.

Greek Monotonic

σπᾰραγμός: ὁ,
I. απόσχιση, κατασπάραγμα, βίαιη απόσπαση, κομμάτιασμα, ξέσκισμα, σε Ευρ.
II. σπασμωδικό τίναγμα, σπασμός, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰραγμός: ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· ἀλλά, σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, σπασμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - καθόλου, ἀγωνία, Ρήτορες (Walz) 1. 613.

Middle Liddell

σπᾰραγμός, οῦ, ὁ,
I. a tearing, rending, mangling, Eur.
II. a convulsion, spasm, Soph. [from σπαράσσω

English (Woodhouse)

convulsion, mangling, of the body

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)