συμβουλία: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />conseil.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβουλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />conseil.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβουλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβουλία''': ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, [[μάλιστα]] περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. [[σύσκεψις]], λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. [[συμβουλή]].
|elnltext=συμβουλία -ας, ἡ, ook ξυμβουλία, Ion. συμβουλίη [σύμβουλος] raad(geving), advies; met dat. aan iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβουλία:''' ион. συμβουλίη Her., Xen., Arst., Dem., Men. = [[συμβουλή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συμβουλία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[βουλή]]), [[συμβουλή]] ή [[παραίνεση]] που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβουλία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[βουλή]]), [[συμβουλή]] ή [[παραίνεση]] που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβουλία:''' ион. συμβουλίη ἡ Her., Xen., Arst., Dem., Men. = [[συμβουλή]].
|lstext='''συμβουλία''': ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, [[μάλιστα]] περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. [[σύσκεψις]], λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. [[συμβουλή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμβουλία -ας, ἡ, ook ξυμβουλία, Ion. συμβουλίη [σύμβουλος] raad(geving), advies; met dat. aan iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλία Medium diacritics: συμβουλία Low diacritics: συμβουλία Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: symboulía Transliteration B: symboulia Transliteration C: symvoulia Beta Code: sumbouli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A advice or counsel given, especially in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Arist.Pol.1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc. II counsel, consultation, λαβεῖν τινα εἰς σ. Men.Mon.355. III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλία -ας, ἡ, ook ξυμβουλία, Ion. συμβουλίη [σύμβουλος] raad(geving), advies; met dat. aan iem.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλία: ион. συμβουλίη ἡ Her., Xen., Arst., Dem., Men. = συμβουλή.

English (Slater)

συμβουλία advice τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.

Greek Monolingual

και συμβουλεία και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ σύμβουλος / συμβουλεύω
σύσκεψη, ανταλλαγή απόψεων και υποδείξεων
αρχ.
1. συμβουλή για δημόσια πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ συμβουλία», Αριστοτ.)
2. χρησμός
3. παράγγελμα.

Greek Monotonic

συμβουλία: Ιων. -ίη, (βουλή), συμβουλή ή παραίνεση που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλία: ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, μάλιστα περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. σύσκεψις, λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. συμβουλή.

Middle Liddell

συμ-βουλία, ἡ, βουλή
advice or counsel given, Hdt., Xen.; in plural counsels, Xen.

English (Woodhouse)

advice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)