συναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
|elnltext=συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' [[одновременно получать]] (sc. τὸν μισθόν Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' [[одновременно получать]] (sc. τὸν μισθόν Xen.).
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[receive]] in [[common]] or at [[once]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[receive]] in [[common]] or at [[once]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40. II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.

Russian (Dvoretsky)

συναπολαμβάνω: одновременно получать (sc. τὸν μισθόν Xen.).

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.

Greek Monotonic

συναπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω από κοινού ή αμέσως, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to receive in common or at once, Xen.