σύγκληρος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />assigné par un sort commun.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλῆρος]].
|btext=ος, ον :<br />assigné par un sort commun.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλῆρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύγκληρος''': -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, [[ὁμόκληρος]] σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.
|elnltext=σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκληρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пограничный]], [[сопредельный]] ([[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выпавший на долю]] (θνητῷ βίῳ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύγκληρος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο [[χωράφι]], αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύγκληρος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο [[χωράφι]], αυτός που συνορεύει, [[γειτονικός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύγκληρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пограничный]], [[сопредельный]] ([[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выпавший на долю]] (θνητῷ βίῳ Plut.).
|lstext='''σύγκληρος''': -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, [[ὁμόκληρος]] σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύγ-κληρος, ον,<br />having portions that [[join]], [[bordering]], [[neighbouring]], Eur.
|mdlsjtxt=σύγ-κληρος, ον,<br />having portions that [[join]], [[bordering]], [[neighbouring]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκληρος Medium diacritics: σύγκληρος Low diacritics: σύγκληρος Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: sýnklēros Transliteration B: synklēros Transliteration C: sygkliros Beta Code: su/gklhros

English (LSJ)

ον, A having lots or portions that join, bordering, neighbouring, χθών E.Heracl.32; τείχεα Nic.Al.1; sharing a κλῆρος, PCair.Zen.1.19 (iii B.C.). II joined by lot to, allotted to, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. Luc.Am.24: c. gen., belonging to as portion, Lyc. 995.

German (Pape)

[Seite 968] mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλθόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι θνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
assigné par un sort commun.
Étymologie: σύν, κλῆρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.

Russian (Dvoretsky)

σύγκληρος:
1) пограничный, сопредельный (χθών Eur.);
2) выпавший на долю (θνητῷ βίῳ Plut.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο
2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον
4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλῆρος (πρβλ. απόκληρος)].

Greek Monotonic

σύγκληρος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο χωράφι, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκληρος: -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, ὁμόκληρος σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.

Middle Liddell

σύγ-κληρος, ον,
having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.