τρύφος: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ους (τό) :<br />fragment, morceau, quartier ; <i>abs.</i> morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | |btext=ους (τό) :<br />fragment, morceau, quartier ; <i>abs.</i> morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρύφος -εος, τό alleen zonder contr. [θρύπτω] brokstuk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρύφος:''' εος (ῠ) τό [[θρύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[обломок]] (πέτρης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ком(ок), глыба ([[ἁλός]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[кусок]] (ἄρτου Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''τρύφος:''' -εος, τό ([[θρύπτω]]), αυτό το οποίο είναι σπασμένο, [[τεμάχιο]], [[θρύμμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |lsmtext='''τρύφος:''' -εος, τό ([[θρύπτω]]), αυτό το οποίο είναι σπασμένο, [[τεμάχιο]], [[θρύμμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρύφος''': -εος, τό, (√ΤΡΥΦ, [[θρύπτω]]) [[τεμάχιον]] ἀπεσπασμένον, [[θρύμμα]], [[τεμάχιον]], Ὀδ. Δ. 508· ἄρτου Ἀνθ. Π. 6. 105· ἐν τῷ πληθ., ― Ἡρόδ. 4. 181, ναυτῶν τρύφη Φεροκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5· κύλικος [[τρύφος]] ἀμφὶς ἐαγὸς Χοιρίλος παρ’ Ἀθην. 464Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρύφος]]· [[κλάσμα]] ἄρτου, ἢ [[ξύλον]] καταδεδαπανημένον». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρύφος]], ος, εος, τό, [[θρύπτω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[piece]], [[morsel]], [[lump]], Od., Hdt. | |mdlsjtxt=[[τρύφος]], ος, εος, τό, [[θρύπτω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[piece]], [[morsel]], [[lump]], Od., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (θρύπτω) that which is broken off, morsel, lump, Od.4.508; ἄρτου AP6.105 (Apollonid.), Anon.Hist.Oxy.1798 Fr. 44iv5 (FGrH 148p.817J.): pl., Hdt.4.181, Pherecr.108.5; κύλικος τρύφος a potsherd, Choeril.9; τ. τῆς Κῶ Str.10.5.16.
German (Pape)
[Seite 1157] τό, das Abgebrochene, Zerbrochene, das Stück, Bruchstück; Od. 4, 508, vom Fels; ἄρτου, Apollnds. 7 (VI, 105); Luc. fugit. 31 u. öfter; im plur., Her. 4, 181.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
fragment, morceau, quartier ; abs. morceau de pain.
Étymologie: θρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύφος -εος, τό alleen zonder contr. [θρύπτω] brokstuk.
Russian (Dvoretsky)
τρύφος: εος (ῠ) τό θρύπτω
1) обломок (πέτρης Hom.);
2) ком(ок), глыба (ἁλός Her.);
3) кусок (ἄρτου Anth.).
English (Autenrieth)
εος (θρύπτω): fragment, Od. 4.508†.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
θρύμμα, κομμάτι («τρύφος ἄρτου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θρυφ- του θρύπτω «θρυμματίζω», με ανομοίωση τών δασέων + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (βλ. και λ. θρύπτω)].
Greek Monotonic
τρύφος: -εος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο είναι σπασμένο, τεμάχιο, θρύμμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρύφος: -εος, τό, (√ΤΡΥΦ, θρύπτω) τεμάχιον ἀπεσπασμένον, θρύμμα, τεμάχιον, Ὀδ. Δ. 508· ἄρτου Ἀνθ. Π. 6. 105· ἐν τῷ πληθ., ― Ἡρόδ. 4. 181, ναυτῶν τρύφη Φεροκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5· κύλικος τρύφος ἀμφὶς ἐαγὸς Χοιρίλος παρ’ Ἀθην. 464Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τρύφος· κλάσμα ἄρτου, ἢ ξύλον καταδεδαπανημένον».
Middle Liddell
τρύφος, ος, εος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, morsel, lump, Od., Hdt.