σφαγεῖον: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (τό) :<br />vase pour recueillir le sang de la victime.<br />'''Étymologie:''' [[σφάζω]]. | |btext=ου (τό) :<br />vase pour recueillir le sang de la victime.<br />'''Étymologie:''' [[σφάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφαγεῖον -ου, τό [σφαγή] offerschaal, om het bloed van het offerdier in op te vangen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰγεῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[сосуд для жертвенной крови]] Aesch., Eur., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> Eur. = [[σφάγιον]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφαγεῖον:''' τό ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] ή [[δοχείο]] όπου συνέλεγαν το [[αίμα]] του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σφάγιον]], [[ιερό]] [[θύμα]] που προσφέρθηκε ως [[θυσία]], στον ίδ. | |lsmtext='''σφαγεῖον:''' τό ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] ή [[δοχείο]] όπου συνέλεγαν το [[αίμα]] του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σφάγιον]], [[ιερό]] [[θύμα]] που προσφέρθηκε ως [[θυσία]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σφαγεῖον''': τό, ([[σφάζω]]) «τὸ [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν [[σφαγεῖον]] ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν [[ἀνδροσφαγεῖον]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[σφάγιον]], αὐτὸ τὸ [[θῦμα]], Εὐρ. Τρῳ. 742. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (σφάζω) bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, E.El.800, IT335, Cyc.395 (dub. l.), Ar.Th.754, IG 22.1543: pl., ib.1424a145:—in A.Ag.1092, for ἀνδρὸς σφάγιον Dobree restored ἀνδροσφαγεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour recueillir le sang de la victime.
Étymologie: σφάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγεῖον -ου, τό [σφαγή] offerschaal, om het bloed van het offerdier in op te vangen.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγεῖον: τό
1) сосуд для жертвенной крови Aesch., Eur., Arph.;
2) Eur. = σφάγιον 1.
Greek Monotonic
σφαγεῖον: τό (σφάζω),
I. αγγείο ή δοχείο όπου συνέλεγαν το αίμα του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ.
II. = σφάγιον, ιερό θύμα που προσφέρθηκε ως θυσία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαγεῖον: τό, (σφάζω) «τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν ἀνδροσφαγεῖον. ΙΙ. ὡς τὸ σφάγιον, αὐτὸ τὸ θῦμα, Εὐρ. Τρῳ. 742.
Middle Liddell
σφᾰγεῖον, ου, τό, σφάζω
I. a bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, Eur.
II. = σφάγιον, the victim, Eur.
English (Woodhouse)
sacrifice, victim, for catching the blood of victims, sacrificial bowl, sacrificial vessel