Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλαιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> exercé <i>ou</i> propre à la lutte;<br /><b>2</b> produit <i>ou</i> entretenu par l'habitude de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[παλαιστή]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> exercé <i>ou</i> propre à la lutte;<br /><b>2</b> produit <i>ou</i> entretenu par l'habitude de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[παλαιστή]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλαιστικός -ή -όν [παλαιστής] bekwaam in het worstelen:; ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν ( sc. δυνάμενος ) παλαιστικός wie kan vastknellen en vasthouden, is een goede worstelaar Aristot. Rh. 1361b24; uitbr. atletisch.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[опытный в борьбе]], [[хорошо знакомый с искусством борьбы]] Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[приобретаемый борьбой]] ([[ἰσχύς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιστικός:''' -ή, -όν, [[έμπειρος]] στην [[πάλη]], σε Αριστ., Λουκ.
|lsmtext='''πᾰλαιστικός:''' -ή, -όν, [[έμπειρος]] στην [[πάλη]], σε Αριστ., Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλαιστικός -ή -όν [παλαιστής] bekwaam in het worstelen:; ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν ( sc. δυνάμενος ) παλαιστικός wie kan vastknellen en vasthouden, is een goede worstelaar Aristot. Rh. 1361b24; uitbr. atletisch.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[опытный в борьбе]], [[хорошо знакомый с искусством борьбы]] Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[приобретаемый борьбой]] ([[ἰσχύς]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλαιστικός, ή, όν<br />[[expert]] in [[wrestling]], Arist., Luc.
|mdlsjtxt=πᾰλαιστικός, ή, όν<br />[[expert]] in [[wrestling]], Arist., Luc.
}}
}}

Revision as of 23:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστικός Medium diacritics: παλαιστικός Low diacritics: παλαιστικός Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: palaistikós Transliteration B: palaistikos Transliteration C: palaistikos Beta Code: palaistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (παλαίω) A expert in wrestling, Arist.Rh.1361b24, Luc.DDeor.20.14, etc.; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of wrestling, Paus. 1.39.3, etc. Adv. -κῶς Poll.3.149: Comp. -ώτερον Philostr.Gym. 35. II suited for wrestling, ἰσχύς Plu.2.130b; στέρνα -ώτερα Philostr.Gym.35; cf. παλαιστρικός.

German (Pape)

[Seite 446] zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 exercé ou propre à la lutte;
2 produit ou entretenu par l'habitude de la lutte.
Étymologie: παλαιστή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιστικός -ή -όν [παλαιστής] bekwaam in het worstelen:; ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν ( sc. δυνάμενος ) παλαιστικός wie kan vastknellen en vasthouden, is een goede worstelaar Aristot. Rh. 1361b24; uitbr. atletisch.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιστικός:
1) опытный в борьбе, хорошо знакомый с искусством борьбы Arst., Luc.;
2) приобретаемый борьбой (ἰσχύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιστικός: -ή, -όν, (παλαίω) ἔμπειρος εἰς τὴν πάλην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14, κτλ.· - ἡ παλαιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ παλαίειν, Παυσ. 1. 39, 3, κτλ.· - ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Γ΄, 149.
ΙΙ. ἰσχὺς παλαιστική, ἡ προσγινομένη ἐκ τῆς πάλης, Πλούτ. 2. 130Α. - Πρβλ. παλαιστρικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α παλαιστικός, -ή, -όν) παλαιστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή
2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα της πάλης
3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική
η τέχνη του παλαιστή
αρχ.
αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῦσαν καὶ πυκνοῦσαν», Πλούτ.).
επίρρ...
παλαιστικῶς (Α)
με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.

Greek Monotonic

πᾰλαιστικός: -ή, -όν, έμπειρος στην πάλη, σε Αριστ., Λουκ.

Middle Liddell

πᾰλαιστικός, ή, όν
expert in wrestling, Arist., Luc.