πολυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très courbé, très sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
|btext=ής, ές :<br />très courbé, très sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκαμπής:''' [[весьма гибкий или сильно изогнутый]] ([[ἰξύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκαμπής:''' -ές ([[κάμπτω]]), [[πολύ]] λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠκαμπής:''' -ές ([[κάμπτω]]), [[πολύ]] λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκαμπής:''' [[весьма гибкий или сильно изогнутый]] ([[ἰξύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[much]] [[bent]], Anth.
|mdlsjtxt=πολῠ-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[much]] [[bent]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαμπής Medium diacritics: πολυκαμπής Low diacritics: πολυκαμπής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: polykampḗs Transliteration B: polykampēs Transliteration C: polykampis Beta Code: polukamph/s

English (LSJ)

ές, with many curves, Thphr.Sens.65, CP6.10.3, AP6.297 (Phan.), etc.; τὸ π. (sc. τοῦ κισσοῦ) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, with many flourishes, π. μέλη Phrynisap.Poll.4.66.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très courbé, très sinueux.
Étymologie: πολύς, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαμπής: весьма гибкий или сильно изогнутый (ἰξύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαμπής: -ές, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 65, Ἀνθ. Π. 6. 297, κτλ.· τὸ π. τοῦ κισσοῦ Πλούτ. 2. 649Β· μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, αὐτόθι 615C, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές
2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές
η ιδιότητα του κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].

Greek Monotonic

πολῠκαμπής: -ές (κάμπτω), πολύ λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-καμπής, ές κάμπτω
much bent, Anth.