προαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> préféré;<br /><b>2</b> que l'on choisit librement, que l'on décide spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[προαιρέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> préféré;<br /><b>2</b> que l'on choisit librement, que l'on décide spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[προαιρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιρετός:''' (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαιρετός:''' -ή, -όν, επιλεγμένος κατά [[βούληση]], [[σκόπιμος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προαιρετός:''' -ή, -όν, επιλεγμένος κατά [[βούληση]], [[σκόπιμος]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιρετός:''' (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προαιρετός]], ή, όν [from προαιρέομαι]<br />[[deliberately]] [[chosen]], purposed, Arist.
|mdlsjtxt=[[προαιρετός]], ή, όν [from προαιρέομαι]<br />[[deliberately]] [[chosen]], purposed, Arist.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιρετός Medium diacritics: προαιρετός Low diacritics: προαιρετός Capitals: ΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: proairetós Transliteration B: proairetos Transliteration C: proairetos Beta Code: proaireto/s

English (LSJ)

ή, όν, A deliberately chosen, purposed, Arist.EN1113a10, Metaph.1025b24. Adv. -τῶς Placit.1.29.3, Gal. 19.452. II appointed as representative, in plural, ὑπὸ τᾶς πόλιος SIG241.133 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 705] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 préféré;
2 que l'on choisit librement, que l'on décide spontanément.
Étymologie: προαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.

Russian (Dvoretsky)

προαιρετός: (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προαιρετός: -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προαιροῦμαι
1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή
2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).

Greek Monotonic

προαιρετός: -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.

Middle Liddell

προαιρετός, ή, όν [from προαιρέομαι]
deliberately chosen, purposed, Arist.