συκοφάντρια: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>fém. de</i> [[συκοφάντης]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>fém. de</i> [[συκοφάντης]].
}}
{{elnl
|elnltext=συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ [[сикофантка]], [[доносчица]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ, θηλ. του [[συκοφάντης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ, θηλ. του [[συκοφάντης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ [[сикофантка]], [[доносчица]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of [[συκοφάντης]], Ar.]
|mdlsjtxt=σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of [[συκοφάντης]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντρια Medium diacritics: συκοφάντρια Low diacritics: συκοφάντρια Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΡΙΑ
Transliteration A: sykophántria Transliteration B: sykophantria Transliteration C: sykofantria Beta Code: sukofa/ntria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης (common informer, voluntary denouncer, extortioner, professional swindler, confidential agent, sycophanta, humbug, delator, false accuser, slanderer, sycophant, false adviser), Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια:сикофантка, доносчица Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of συκοφάντης, Ar.]