συνδιάγω: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]]. | |btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιάγω:''' (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить (τινί и [[μετά]] τινος Arst.): σ. ἐπιθυμίαις Plut. следовать своим влечениям. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ. | |lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άξω<br />to go [[through]] [[together]]: absol. (sc. τὸν βίον) to [[live]] [[together]], Arist. | |mdlsjtxt=fut. άξω<br />to go [[through]] [[together]]: absol. (sc. τὸν βίον) to [[live]] [[together]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], go through together, τὴν ἡμέραν Hsch.: abs. (sc. τὸν βίον), live together, Arist.Rh.1381a30; σ. τινί Id.EN1166a7, Dsc. Prooem.4; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1157b22; ἐπιθυμίαις ἀνόμοις σ. Plu.2.993c.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. ἄγω), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben συνδιημερεύω, rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.
French (Bailly abrégé)
s.e. τὸν βίον;
passer sa vie avec ; fig. σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.
Étymologie: σύν, διάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιάγω: (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить (τινί и μετά τινος Arst.): σ. ἐπιθυμίαις Plut. следовать своим влечениям.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάγω: [ᾰ], διάγω ὁμοῦ, διέρχομαι ὁμοῦ, «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος αὐτόθι 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
Greek Monolingual
Α διάγω
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. περνώ τη ζωή μου με κάποιον.
Greek Monotonic
συνδιάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω, περνώ την ώρα μου μαζί με ή διέρχομαι από κοινού· απόλ. (ενν. τὸν βίον), συζώ, ζω μαζί με, συμβιώνω, σε Αριστ.
Middle Liddell
fut. άξω
to go through together: absol. (sc. τὸν βίον) to live together, Arist.