πώλης: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vendeur.<br />'''Étymologie:''' [[πωλέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />vendeur.<br />'''Étymologie:''' [[πωλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πώλης -ου, ὁ [πωλέω] verkoper.
}}
{{elru
|elrutext='''πώλης:''' ου ὁ продавец Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πώλης:''' -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, [[πωλητής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πώλης:''' -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, [[πωλητής]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πώλης -ου, ὁ [πωλέω] verkoper.
}}
{{elru
|elrutext='''πώλης:''' ου ὁ продавец Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πώλης]], ου, ὁ, [from [[πωλέω]]<br />a [[seller]], [[dealer]], Ar.
|mdlsjtxt=[[πώλης]], ου, ὁ, [from [[πωλέω]]<br />a [[seller]], [[dealer]], Ar.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλης Medium diacritics: πώλης Low diacritics: πώλης Capitals: ΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pṓlēs Transliteration B: pōlēs Transliteration C: polis Beta Code: pw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, seller, dealer, found only in compds., exc. in Ar. Eq.131, 133, 140 (used comically, as the last part of an intended compd.).

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der Verkäufer, Ar. Equ. 131. 133, häufiger in compp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vendeur.
Étymologie: πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώλης -ου, ὁ [πωλέω] verkoper.

Russian (Dvoretsky)

πώλης: ου ὁ продавец Arph.

Greek (Liddell-Scott)

πώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν, πωλητής· εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει πλὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 131, 133, 140· καὶ ἐνταῦθα δ’ ἔτι κεῖται κωμικῶς ὡς τὸ δεύτερον συνθετικὸν μέρος συνθέτου ὀνόματος, ὅπερ δὲν λέγεται πλῆρες.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε < τα συνθ. σε -πώλης κατ' απόσπαση].

Greek Monotonic

πώλης: -ου, ὁ, αυτός που πουλάει, πωλητής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πώλης, ου, ὁ, [from πωλέω
a seller, dealer, Ar.