σχολαστήριον: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />salle de repos <i>ou</i> d'étude.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]].
|btext=ου (τό) :<br />salle de repos <i>ou</i> d'étude.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολαστήριον:''' τό [[помещение для отдыха]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχολαστήριον:''' τό, ο [[τόπος]] οπου περνάει [[κάποιος]] την ώρα του, όπου [[κάποιος]] συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, [[δωμάτιο]] ανάπαυσης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σχολαστήριον:''' τό, ο [[τόπος]] οπου περνάει [[κάποιος]] την ώρα του, όπου [[κάποιος]] συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, [[δωμάτιο]] ανάπαυσης, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολαστήριον:''' τό [[помещение для отдыха]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχολαστήριον]], ου, τό,<br />a [[place]] for [[passing]] [[leisure]] in, Plut.
|mdlsjtxt=[[σχολαστήριον]], ου, τό,<br />a [[place]] for [[passing]] [[leisure]] in, Plut.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστήριον Medium diacritics: σχολαστήριον Low diacritics: σχολαστήριον Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: scholastḗrion Transliteration B: scholastērion Transliteration C: scholastirion Beta Code: sxolasth/rion

English (LSJ)

τό, place for passing leisurein, Plu.Luc.42, Moschio ap.Ath.5.207e.

German (Pape)

[Seite 1058] τό, Aufenthalt in Mußestunden, Ort zum Ausruhen; Plut. Lucull. 42; vgl. Ath. V, 208 a.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle de repos ou d'étude.
Étymologie: σχολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστήριον: τό помещение для отдыха Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστήριον: τό, (σχολάζω) τόπος ἐν ᾧ διέρχεταί τις τὸν καιρὸν του, ἐν ᾧ σχολάζει τις, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207Ε.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. σπουδασ-τήριον)].

Greek Monotonic

σχολαστήριον: τό, ο τόπος οπου περνάει κάποιος την ώρα του, όπου κάποιος συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, δωμάτιο ανάπαυσης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σχολαστήριον, ου, τό,
a place for passing leisure in, Plut.