Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίνευμα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.<br />'''Étymologie:''' [[δινεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.<br />'''Étymologie:''' [[δινεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίνευμα:''' ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίνευμα:''' [ῑ], τό, [[περιδίνηση]], [[περιστροφή]], [[στροβιλισμός]], λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.
|lsmtext='''δίνευμα:''' [ῑ], τό, [[περιδίνηση]], [[περιστροφή]], [[στροβιλισμός]], λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δίνευμα:''' ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῑ́νευμα, ατος, τό, <i>n</i><br />a whirling [[round]], in [[dancing]], Xen. [from [[δινεύω]]
|mdlsjtxt=δῑ́νευμα, ατος, τό, <i>n</i><br />a whirling [[round]], in [[dancing]], Xen. [from [[δινεύω]]
}}
}}

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑ́νευμα Medium diacritics: δίνευμα Low diacritics: δίνευμα Capitals: ΔΙΝΕΥΜΑ
Transliteration A: díneuma Transliteration B: dineuma Transliteration C: dinevma Beta Code: di/neuma

English (LSJ)

[ῑ], τό, whirling round, especially in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.

German (Pape)

[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.

Russian (Dvoretsky)

δίνευμα: ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.

Greek Monolingual

δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.

Greek Monotonic

δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῑ́νευμα, ατος, τό, n
a whirling round, in dancing, Xen. [from δινεύω