διαφίημι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[διαφήσω]], <i>ao.</i> [[διαφῆκα]], <i>etc.</i><br />laisser aller, congédier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀφίημι]].
|btext=<i>f.</i> [[διαφήσω]], <i>ao.</i> [[διαφῆκα]], <i>etc.</i><br />laisser aller, congédier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀφίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαφίημι:''' (fut. [[διαφήσω]], aor. [[διαφῆκα]]) распускать, отпускать (τὸ [[στράτευμα]] Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφίημι:''' μέλ. <i>-αφήσω</i>, [[απομακρύνω]], [[απολύω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διαφίημι:''' μέλ. <i>-αφήσω</i>, [[απομακρύνω]], [[απολύω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφίημι:''' (fut. [[διαφήσω]], aor. [[διαφῆκα]]) распускать, отпускать (τὸ [[στράτευμα]] Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αφήσω<br />to [[dismiss]], [[disband]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -αφήσω<br />to [[dismiss]], [[disband]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφίημι Medium diacritics: διαφίημι Low diacritics: διαφίημι Capitals: ΔΙΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: diaphíēmi Transliteration B: diaphiēmi Transliteration C: diafiimi Beta Code: diafi/hmi

English (LSJ)

aor. διαφῆκα X. and Plb. (v. infr.): inf. διαφεῖναι D.23.171: fut. διαφήσουσι is f.l. in Th.7.32: dismiss, disband, τὸ στράτευμα ἐκ τῆς χώρας X.HG3.2.24; τὴν δύναμιν D.l.c.; an assembly, Plb.3.63.14,al.

Spanish (DGE)

I c. colect.
1 disolver, despedir τὴν ἐκκλησίαν Plb.11.32.1, αὐτούς Plb.3.63.14, cf. 109.13, τὴν δύναμιν D.23.171, τοὺς μὲν Μακεδόνας ἐπ' οἴκου Plb.2.54.14, τοὺς συμμάχους Plu.Agis 15, τὴν στρατιάν Lib.Or.18.66.
2 dispersar (τὰ ὑποζύγια) πρὸς τὰς νομάς Plb.3.55.7, τὴν μὲν ἄλλην στρατιάν I.BI 7.17, ἄλλον ἄλλοσε Ael.VH 14.30, en v. pas. πρὸς ἃς ἕκαστοι τέχνας ἴσασιν I.BI 2.129.
II dejar ir τοὺς σκύλακας Plu.2.3b, ἄδετον ... κατὰ τὴν εἱρκτήν Aristaenet.1.20.4, αὐτὸν ἐκ τοῦ σπηλαίου Synes.Ep.121, en v. pas. τῇ τῶν ἐναντίων πυργοποιίᾳ διαφεθέντων (proyectiles) disparados contra la fortificación de los enemigos Const.Diac.Laud.M.88.508D
fig. dejar, abandonar τὸ πᾶν ἀκυβέρνητον Gr.Nyss.Ep.4.5.

German (Pape)

[Seite 611] (s. ἵημι), entlassen u. auseinander gehen lassen; τὸ στράτευμα Xen. Hell. 4, 4, 13; ἐπ' οἴκου Pol. 2, 54, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

f. διαφήσω, ao. διαφῆκα, etc.
laisser aller, congédier.
Étymologie: διά, ἀφίημι.

Russian (Dvoretsky)

διαφίημι: (fut. διαφήσω, aor. διαφῆκα) распускать, отпускать (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφίημι: ἀπολύω, διαλύω, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 24, Δημ. 677. 18.

Greek Monolingual

διαφίημι (Α)
1. διαλύω, απολύω, αποπέμπω
2. επιτρέπω την αποχώρηση.

Greek Monotonic

διαφίημι: μέλ. -αφήσω, απομακρύνω, απολύω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -αφήσω
to dismiss, disband, Xen.