δοξάριον: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petite gloire, gloriole.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]]. | |btext=ου (τό) :<br />petite gloire, gloriole.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξάριον:''' τό [[небольшая или жалкая слава]] Isocr., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοξάριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> ανάξια λόγου τιμητική [[διάκριση]], ασήμαντο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[διδασκαλία]]. | |mltxt=[[δοξάριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> ανάξια λόγου τιμητική [[διάκριση]], ασήμαντο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[διδασκαλία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of δόξα, Arr.Epict.2.22.11, Luc.Peregr.8.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 honor, dignidad o cargo de poca importancia pero valorado por vanidad βάλε κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.Epict.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.Ench.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.DMort.26.2, cf. Peregr.8, τὸ δοξάριον τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.Ep.178.10, M.37.844A, Origenes Cels.3.9.
2 opinión c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21.
German (Pape)
[Seite 657] τό, dim. von δόξα, kleiner, nichtiger Ruhm; Isocr. ep. 10, 1; Luc. D. M. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite gloire, gloriole.
Étymologie: δόξα.
Russian (Dvoretsky)
δοξάριον: τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δοξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόξα, Λατ. gloriola, Ἰσοκρ. Ἐπ. 10, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 11.
Greek Monolingual
δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.