δυσπαρακόμιστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à transporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακομίζω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à transporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακομίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπαρακόμιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неудобный для переноски или перевозки]] (διὰ [[μέγεθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о путешествии), [[трудный]] ([[πλοῦς]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]παρακόμιστος, ον [[παρακομίζω]]<br />[[hard]] to [[carry]] [[along]], [[difficult]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]παρακόμιστος, ον [[παρακομίζω]]<br />[[hard]] to [[carry]] [[along]], [[difficult]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαρακόμιστος:
1) неудобный для переноски или перевозки (διὰ μέγεθος Plut.);
2) (о путешествии), трудный (πλοῦς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.
Greek Monolingual
δυσπαρακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται
2. (για πλου) δύσκολος.
Greek Monotonic
δυσπαρακόμιστος: -ον (παρακομίζω), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, ασήκωτος, δυσκίνητος, σε Πολύβ.
Middle Liddell
δυσ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω
hard to carry along, difficult, Polyb.