δύσμουσος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non chéri des Muses, inculte.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μοῦσα]].
|btext=ος, ον :<br />non chéri des Muses, inculte.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μοῦσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσμουσος:''' [[нелюбимый музами]] ([[αὐλός]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), = [[ἄμουσος]], μη [[μουσικός]], αυτός που δεν έχει [[σχέση]] με τη [[μουσική]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δύσμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), = [[ἄμουσος]], μη [[μουσικός]], αυτός που δεν έχει [[σχέση]] με τη [[μουσική]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσμουσος:''' [[нелюбимый музами]] ([[αὐλός]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-μουσος, ον [[μοῦσα]] = [[ἄμουσος]],]<br />[[unmusical]], Anth.
|mdlsjtxt=δύσ-μουσος, ον [[μοῦσα]] = [[ἄμουσος]],]<br />[[unmusical]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμουσος Medium diacritics: δύσμουσος Low diacritics: δύσμουσος Capitals: ΔΥΣΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: dýsmousos Transliteration B: dysmousos Transliteration C: dysmousos Beta Code: du/smousos

English (LSJ)

ον, = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).

Spanish (DGE)

-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

δύσμουσος: нелюбимый музами (αὐλός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.

Greek Monolingual

δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.

Greek Monotonic

δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.

Middle Liddell

δύσ-μουσος, ον μοῦσα = ἄμουσος,]
unmusical, Anth.