εἴκασμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />représentation, image.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />représentation, image.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἴκασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[образ]] (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[подобие]] (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴκασμα:''' -ατος, τό ([[εἰκάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εἴκασμα:''' -ατος, τό ([[εἰκάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἴκασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[образ]] (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[подобие]] (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἴκασμα]], ατος, τό, [[εἰκάζω]]<br />a [[likeness]], [[image]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[εἴκασμα]], ατος, τό, [[εἰκάζω]]<br />a [[likeness]], [[image]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκασμα Medium diacritics: εἴκασμα Low diacritics: είκασμα Capitals: ΕΙΚΑΣΜΑ
Transliteration A: eíkasma Transliteration B: eikasma Transliteration C: eikasma Beta Code: ei)/kasma

English (LSJ)

ατος, τό, A likeness, A.Th.523 (lyr.), Porph.Plot.1, Iamb.Comm.Math.8; θεὸς πολύμορφον εἴ. Secund. Sent.3. II probability, Max. Tyr.9.3 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 imagen, representación τοῦ χθονίου δέμας δαίμονος, ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς A.Th.523, Γύ[γην γὰρ ὡ] ς ἐσεῖδον, [ο] ὐκ εἴ. τι Trag.Adesp.664.18, ἔν τε γραπτοῖς ἔν τε πλαστοῖς εἰκάσμασι θεῶν Plu.2.381d, cf. D.Chr.12.58, γράφοντος ἐκ τοῦ τῇ μνήμῃ ἐναποκειμένου ἰνδάλματος τὸ εἴ. Porph.Plot.1, cf. Gr.Naz.Ep.51.3, Thdt.Is.14.396
en sent. intelectual εἰκάσματα ἐκείνων (τῶν ἰδεῶν) καὶ εἴδωλα νοητά Iambl.Comm.Math.8, cf. Secund.Sent.3.
2 probabilidad, verosimilitud ἀποδεικνὺς δὲ τεκμηρίοις καὶ πίστεσιν καὶ εἰκάσμασιν Max.Tyr.3.3.
3 ret., tipo de símil cuya imagen sirve para ridiculizar a una persona, Hdn.Fig.21, cf. εἰκασμός.

German (Pape)

[Seite 726] τό, Abbild, Aesch. Spt. 513 u. Sp.; εἰκάσματα θεῶν Poll. 1, 7. Bei Max. Tyr. = Vermuthung.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
représentation, image.
Étymologie: εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἴκασμα: ατος τό
1) образ (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);
2) подобие (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴκασμα: τό, ὁμοίωμα, εἰκών, Αἰσχύλ. Θήβ. 523. ΙΙ. εἰκασία, συμπερασμός, Μάξ. Τύρ. 9. 3.

Greek Monolingual

το (AM εἴκασμα) εικάζω
1. ομοίωμα, απεικόνισμα
2. ό,τι προκύπτει από την εικασία, η πιθανότητα.

Greek Monotonic

εἴκασμα: -ατος, τό (εἰκάζω),
I. ομοίωμα, εικόνα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εἴκασμα, ατος, τό, εἰκάζω
a likeness, image, Aesch.