εὐκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à contenir, à diriger;<br /><i>Sp.</i> εὐκαθεκτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κατέχω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à contenir, à diriger;<br /><i>Sp.</i> εὐκαθεκτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κατέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκάθεκτος:''' [[легко удерживаемый в повиновении]] (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκάθεκτος:''' [[легко удерживаемый в повиновении]] (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-κάθεκτος, ον [[κατέχω]]<br />[[easy]] to [[keep]] under, Xen.
|mdlsjtxt=εὐ-κάθεκτος, ον [[κατέχω]]<br />[[easy]] to [[keep]] under, Xen.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάθεκτος Medium diacritics: εὐκάθεκτος Low diacritics: ευκάθεκτος Capitals: ΕΥΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eukáthektos Transliteration B: eukathektos Transliteration C: efkathektos Beta Code: eu)ka/qektos

English (LSJ)

ον, easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάθεκτος: легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.

Greek Monolingual

εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.

Greek Monotonic

εὐκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-κάθεκτος, ον κατέχω
easy to keep under, Xen.