εὐπαράκλητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)para/klhtos | |Beta Code=eu)para/klhtos | ||
|Definition=ον, [[easily influenced]], πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>328a</span>, cf. <span class="bibl">Aristaenet. 2.1</span>. | |Definition=ον, [[easily influenced]], πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>328a</span>, cf. <span class="bibl">Aristaenet. 2.1</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπαράκλητος:''' [[легко уговариваемый]], [[легко склоняемый]] (πρός τι Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παράκ</i>-<i>λητος</i>, <i>δυσ</i>-[[παρά]]-<i>κλητος</i>)]. | |mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παράκ</i>-<i>λητος</i>, <i>δυσ</i>-[[παρά]]-<i>κλητος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.
Greek Monolingual
εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].