θαλαμηγός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] einen [[θάλαμος]] führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ [[ποτάμιον]] [[πλοῖον]] τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] einen [[θάλαμος]] führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ [[ποτάμιον]] [[πλοῖον]] τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰλᾰμηγός:''' ἡ (sc. [[σκάφη]]) барка с внутренними помещениями, гондола с каютами (в Египте) Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (Α [[θαλαμηγός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[θαλαμηγός]] ή <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θαλαμηγό</i><br />α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο [[πλοίο]], [[συνήθως]] ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες<br />β) πολυτελές και άνετο [[πλοίο]] με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... [[ποτάμιον]] πλοῖον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), [[πρβλ]]. [[κυνηγός]], [[στρατηγός]])]. | |mltxt=-ό (Α [[θαλαμηγός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[θαλαμηγός]] ή <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θαλαμηγό</i><br />α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο [[πλοίο]], [[συνήθως]] ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες<br />β) πολυτελές και άνετο [[πλοίο]] με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... [[ποτάμιον]] πλοῖον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), [[πρβλ]]. [[κυνηγός]], [[στρατηγός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, (ἄγω) carrying θάλαμοι: as substantive, θ., ὁ, Egyptian house-boat or barge, Str.17.1.15 (also πλοῖον θ. POxy.1650.20 (i/ii A.D.); and θαλαμηγός (sc. ναῦς), ἡ, ib.1738.2 (iii A.D.)); state-barge, Callix.1, D.S.1.85; θαλαμηγόν, τό, App.Prooem.10.
German (Pape)
[Seite 1181] einen θάλαμος führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμηγός: ἡ (sc. σκάφη) барка с внутренними помещениями, гондола с каютами (в Египте) Diod.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἔχων θάλαμον· ὡς οὐσιαστ., θαλ., ὁ, Αἰγυπτ. βασιλικὸν πλοῖον, Λατ. navis cubiculata, σκάφαι θαλαμηγοὶ Στράβων 800· κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην Ἀθήν. 204D, Διόδ. 1· 85· ὡσαύτως θαλαμηγόν, τό, θαλαμηγὰ χρυσόπρυμνα καὶ χρυσέμβολα Ἀππ. προοίμ. 10.
Greek Monolingual
-ό (Α θαλαμηγός, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η θαλαμηγός ή το ουδ. ως ουσ. το θαλαμηγό
α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο πλοίο, συνήθως ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες
β) πολυτελές και άνετο πλοίο με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... ποτάμιον πλοῖον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)
αρχ.
(για πλοίο) αυτό που έχει θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ηγός (< άγω, με λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. κυνηγός, στρατηγός)].