θελεμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελεμός:''' [(ἐ)[[θέλω]] (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. [[θάλλω]] или [[θηλέω]] оплодотворяющий, живительный ([[πῶμα]], sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου].
|mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου].
}}
{{elru
|elrutext='''θελεμός:''' [(ἐ)[[θέλω]] (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. [[θάλλω]] или [[θηλέω]] оплодотворяющий, живительный ([[πῶμα]], sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελεμός Medium diacritics: θελεμός Low diacritics: θελεμός Capitals: ΘΕΛΕΜΟΣ
Transliteration A: thelemós Transliteration B: thelemos Transliteration C: thelemos Beta Code: qelemo/s

English (LSJ)

όν, epithet of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv. θελεμῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.

Russian (Dvoretsky)

θελεμός: [(ἐ)θέλω (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. θάλλω или θηλέω оплодотворяющий, живительный (πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

Greek Monolingual

-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούλησηθελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].