θεμισκόπος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui examine avec justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[σκοπέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui examine avec justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[σκοπέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεμισκόπος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[θεμίσκοπος]] 2 следующий закону, соблюдающий справедливость Pind. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεμισκόπος:''' -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την [[τάξη]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''θεμισκόπος:''' -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την [[τάξη]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεμι-σκόπος, ον<br />[[seeing]] to law and [[order]], Pind. | |mdlsjtxt=θεμι-σκόπος, ον<br />[[seeing]] to law and [[order]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, seeing to law and justice, Pi.N.7.47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui examine avec justice.
Étymologie: θέμις, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
θεμισκόπος: v.l. θεμίσκοπος 2 следующий закону, соблюдающий справедливость Pind.
Greek (Liddell-Scott)
θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.
English (Slater)
θεμισκόπος watching over by divine ordinance c. dat. (Νεοπτόλεμον) ἡροίαις πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)
Greek Monolingual
θεμισκόπος, -ον (Α)
αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά-σκοπος, οιωνο-σκόπος].
Greek Monotonic
θεμισκόπος: -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.