θηκτός: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | |btext=ή, όν :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηκτός:''' [adj. verb. к [[θήγω]] заостренный, отточенный ([[σίδηρος]] Aesch.; [[φάσγανον]] Eur.; [[σαυρωτήρ]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[θήγω]], ακονισμένος, [[κοφτερός]], τροχισμένος, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''θηκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[θήγω]], ακονισμένος, [[κοφτερός]], τροχισμένος, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (θήγω) sharpened, whetted, A.Th.942 (lyr.), E.Med. 40, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Pancrat.Oxy.1085.23.
German (Pape)
[Seite 1207] geschärft, gewetzt, σίδηρος Aesch. Spt. 925, φάσγανον Eur. Med. 40, öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aiguisé.
Étymologie: θήγω.
Russian (Dvoretsky)
θηκτός: [adj. verb. к θήγω заостренный, отточенный (σίδηρος Aesch.; φάσγανον Eur.; σαυρωτήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ θήγω, ἠκονημένος, ὀξύς, Αἰσχύλ. Θήβ. 944, Εὐρ. Μηδ. 40, Ἀνθ. Π. 6. 110.
Greek Monolingual
θηκτός, -ή, -όν (Α) θήγω
ακονισμένος, κοφτερός.
Greek Monotonic
θηκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του θήγω, ακονισμένος, κοφτερός, τροχισμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
θηκτός, ή, όν verb. adj. of θήγω,]
sharpened, Aesch., Eur.