κυανωπός: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />d'aspect sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />d'aspect sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνωπός:''' Anth. = [[κυανῶπις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
|lsmtext='''κυᾰνωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνωπός:''' Anth. = [[κυανῶπις]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰν-ωπός, όν [ὤψ]<br />[[dark]]-looking, Anth.
|mdlsjtxt=κυᾰν-ωπός, όν [ὤψ]<br />[[dark]]-looking, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:46, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνωπός Medium diacritics: κυανωπός Low diacritics: κυανωπός Capitals: ΚΥΑΝΩΠΟΣ
Transliteration A: kyanōpós Transliteration B: kyanōpos Transliteration C: kyanopos Beta Code: kuanwpo/s

English (LSJ)

όν, dark of aspect, σέλας Trag.Adesp.541.3, cf. Androm. ap. Gal.14.41; σύσις AP4.3b.36 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1522] dasselbe, u. übh. von schwarzem Ansehn, p. bei Stob. fl. 64, 31.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d'aspect sombre.
Étymologie: κύανος, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνωπός: Anth. = κυανῶπις.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνωπός: -όν, «μαυρειδερός», Τραγ. παρὰ Στοβ. 403. 3, Ἀνδρόμαχ. παρὰ Γαλην. 12. 871, Ἀνθ. Π. 4. 3, 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυανωπός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που το χρώμα του αποκλίνει προς το κυανό
αρχ.
αυτός που φαίνεται μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ωπός].

Greek Monotonic

κυᾰνωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.

Middle Liddell

κυᾰν-ωπός, όν [ὤψ]
dark-looking, Anth.