κατασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katastaltiko/s
|Beta Code=katastaltiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for checking]], opp. [[ἐγερτικός]], c. gen., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.2</span>; κ. φάρμακα Gal.14.763. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sedate]], τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>172</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> -[[κή]], ἡ, [[the plant]] [[βατράχιον]], Apul.<span class="title">Herb.</span>8.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for checking]], opp. [[ἐγερτικός]], c. gen., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.2</span>; κ. φάρμακα Gal.14.763. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sedate]], τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>172</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> -[[κή]], ἡ, [[the plant]] [[βατράχιον]], Apul.<span class="title">Herb.</span>8.</span>
}}
{{elru
|elrutext='''κατασταλτικός:''' [[успокаивающий]], [[успокоительный]] (τὰ [[μέλη]] κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασταλτικός:''' [[успокаивающий]], [[успокоительный]] (τὰ [[μέλη]] κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).
}}
}}

Revision as of 13:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασταλτικός Medium diacritics: κατασταλτικός Low diacritics: κατασταλτικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastaltikós Transliteration B: katastaltikos Transliteration C: katastaltikos Beta Code: katastaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763. II sedate, τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. Tetr.172. III -κή, ἡ, the plant βατράχιον, Apul.Herb.8.

Russian (Dvoretsky)

κατασταλτικός: успокаивающий, успокоительный (τὰ μέλη κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ ἐγερτικός, μετὰ γεν., μέλη κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, ἅπερ καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κατασταλτικός, -ή, -όν) καταστέλλω
αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος»)
νεοελλ.
κατευναστικός, καταπραϋντικός
αρχ.
ήσυχος, ατάραχος.
επίρρ...
κατασταλτικά και -ώς
με κατασταλτικό τρόπο.