λίτρον: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>ion. et anc. att. c.</i> [[νίτρον]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>ion. et anc. att. c.</i> [[νίτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λίτρον:''' τό Her., Plat. = [[νίτρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίτρον:''' τό, αρχ. [[τύπος]] αντί [[νίτρον]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''λίτρον:''' τό, αρχ. [[τύπος]] αντί [[νίτρον]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίτρον:''' τό Her., Plat. = [[νίτρον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λίτρον]], ου, τό, [[older]] [[form]] for [[νίτρον]], Hdt., Plat.]
|mdlsjtxt=[[λίτρον]], ου, τό, [[older]] [[form]] for [[νίτρον]], Hdt., Plat.]
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίτρον Medium diacritics: λίτρον Low diacritics: λίτρον Capitals: ΛΙΤΡΟΝ
Transliteration A: lítron Transliteration B: litron Transliteration C: litron Beta Code: li/tron

English (LSJ)

[ῐ by nature], τό, older form for νίτρον, Hp.Epid.2.6.9 and 29, Hdt.2.86,87, Ar.Fr.320.1, Pl.Ti.60d, 65d (pl.), Thphr.HP3.7.6, Alex. 1, dub. l. in Pl.Com.69.3. II = λίτρα III, PFay.331 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 54] τό, altatt. = νίτρον, Alexis bei D. L. 3, 27; auch Her. 2, 86. 87. Bei Plat. Tim. 60 d schwankt die Lesart. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 305.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ion. et anc. att. c. νίτρον.

Russian (Dvoretsky)

λίτρον: τό Her., Plat. = νίτρον.

Greek (Liddell-Scott)

λίτρον: τό, ἀρχαιότερον ἀντὶ τοῦ νίτρον, Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ. 60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.

Greek Monolingual

λίτρον, τὸ (Α)
1. (αρχ. τ.) νίτρον
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή του ν προ του τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. του λίτρα (η)].

Greek Monotonic

λίτρον: τό, αρχ. τύπος αντί νίτρον, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

λίτρον, ου, τό, older form for νίτρον, Hdt., Plat.]