λευκόλοφος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]]. | |btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λευκόλοφος:''' [[украшенный белым гребнем или султаном]] ([[τρυφάλεια]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth. | |mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4. II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
Greek Monolingual
λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.
Greek Monotonic
λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λευκό-λοφος, ον
white-crested, Ar.:—as substantive λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.