λαχνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> de duvet, chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> de duvet, chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνήεις:''' ήεσσα, ήεν, дор. [[λαχνάεις]], άεσσα, άεν<br /><b class="num">1)</b> [[косматый]] ([[Φῆρες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый волосами]], [[волосатый]] (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[щетинистый]] ([[δέρμα]] συός Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[мохнатый]], [[пушистый]] ([[ὄροφος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαχνήεις:''' Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
|lsmtext='''λαχνήεις:''' Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνήεις:''' ήεσσα, ήεν, дор. [[λαχνάεις]], άεσσα, άεν<br /><b class="num">1)</b> [[косматый]] ([[Φῆρες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый волосами]], [[волосатый]] (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[щетинистый]] ([[δέρμα]] συός Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[мохнатый]], [[пушистый]] ([[ὄροφος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαχνήεις]], δοριξ -άεις, εσσα, εν [from [[λάχνη]]<br />[[hairy]], [[shaggy]], Il., Pind.
|mdlsjtxt=[[λαχνήεις]], δοριξ -άεις, εσσα, εν [from [[λάχνη]]<br />[[hairy]], [[shaggy]], Il., Pind.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνήεις Medium diacritics: λαχνήεις Low diacritics: λαχνήεις Capitals: ΛΑΧΝΗΕΙΣ
Transliteration A: lachnḗeis Transliteration B: lachnēeis Transliteration C: lachnieis Beta Code: laxnh/eis

English (LSJ)

Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.2.618:—woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.

German (Pape)

[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.

Russian (Dvoretsky)

λαχνήεις: ήεσσα, ήεν, дор. λαχνάεις, άεσσα, άεν
1) косматый (Φῆρες Hom.);
2) покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);
3) щетинистый (δέρμα συός Hom.);
4) мохнатый, пушистый (ὄροφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.

English (Autenrieth)

hairy, shaggy. (Il.)

Greek Monolingual

λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.

Greek Monotonic

λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Middle Liddell

λαχνήεις, δοριξ -άεις, εσσα, εν [from λάχνη
hairy, shaggy, Il., Pind.