λειοκύμων: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux flots unis, calmes.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[κῦμα]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux flots unis, calmes.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[κῦμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λειοκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) с низкими волнами, чуть волнуемый, т. е. спокойный ([[θάλαττα]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λειοκύμων:''' [ῦ], -ον ([[κῦμα]]), [[γαλήνιος]], αυτός που έχει μικρά κύματα, [[ακύμαντος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''λειοκύμων:''' [ῦ], -ον ([[κῦμα]]), [[γαλήνιος]], αυτός που έχει μικρά κύματα, [[ακύμαντος]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λειο-κύ¯μων, ον, [[κῦμα]]<br />having low waves, Luc. | |mdlsjtxt=λειο-κύ¯μων, ον, [[κῦμα]]<br />having low waves, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος, having low waves, θάλαττα λ. Luc.VH2.4, Scyth.11.
German (Pape)
[Seite 24] ον, mit glatten Wellen, ruhiger Oberfläche, θάλασσα, Luc. V. H. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots unis, calmes.
Étymologie: λεῖος, κῦμα.
Russian (Dvoretsky)
λειοκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) с низкими волнами, чуть волнуемый, т. е. спокойный (θάλαττα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
λειοκύμων: [ῡ], -ον, γαλήνιος, θάλαττα λ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
Greek Monolingual
λειοκύμων, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κύμων (< κῦμα), πρβλ. ακύμων, εγκύμων].
Greek Monotonic
λειοκύμων: [ῦ], -ον (κῦμα), γαλήνιος, αυτός που έχει μικρά κύματα, ακύμαντος, σε Λουκ.
Middle Liddell
λειο-κύ¯μων, ον, κῦμα
having low waves, Luc.