μείωμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />manque, déficit.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />manque, déficit.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μείωμα:''' ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. [[εἴκοσι]] μνᾶς Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μείωμα]], τὸ (Α) [[μειώ]]<br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[σμίκρυνση]], [[περικοπή]]<br /><b>2.</b> [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]] («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ [[μείωμα]] εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[μείωμα]], τὸ (Α) [[μειώ]]<br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[σμίκρυνση]], [[περικοπή]]<br /><b>2.</b> [[πρόστιμο]], χρηματική [[ποινή]] («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ [[μείωμα]] εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μείωμα:''' ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. [[εἴκοσι]] μνᾶς Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μείωμα]], ατος, τό, [[μειόω]]<br />curtailment:—a [[fine]], Xen.
|mdlsjtxt=[[μείωμα]], ατος, τό, [[μειόω]]<br />curtailment:—a [[fine]], Xen.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείωμα Medium diacritics: μείωμα Low diacritics: μείωμα Capitals: ΜΕΙΩΜΑ
Transliteration A: meíōma Transliteration B: meiōma Transliteration C: meioma Beta Code: mei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειόω) curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.

Russian (Dvoretsky)

μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.

Greek Monolingual

μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).

Middle Liddell

μείωμα, ατος, τό, μειόω
curtailment:—a fine, Xen.