μητροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul maternel.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πατήρ]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul maternel.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[πατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητροπάτωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ο [[πατέρας]] της μητέρας κάποιου, ο [[παππούς]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''μητροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ο [[πατέρας]] της μητέρας κάποιου, ο [[παππούς]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροπάτωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ,<br />one's [[mother]]'s [[father]], Il., Hdt.
|mdlsjtxt=μητρο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ,<br />one's [[mother]]'s [[father]], Il., Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπᾰ́τωρ Medium diacritics: μητροπάτωρ Low diacritics: μητροπάτωρ Capitals: ΜΗΤΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: mētropátōr Transliteration B: mētropatōr Transliteration C: mitropator Beta Code: mhtropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.

German (Pape)

[Seite 180] ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul maternel.
Étymologie: μήτηρ, πατήρ.

Russian (Dvoretsky)

μητροπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πάππος πρὸς μητρός, Ἰλ. Λ. 224, Ἡρόδ. 1. 75., 3. 51, κλ.

English (Autenrieth)

mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.

Greek Monolingual

μητροπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο παππούς από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεοπάτωρ.

Greek Monotonic

μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ο πατέρας της μητέρας κάποιου, ο παππούς από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

μητρο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ,
one's mother's father, Il., Hdt.