Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μοσχοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fabriquer l'image d'un veau.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br />fabriquer l'image d'un veau.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχοποιέω:''' [[делать]] (золотого) тельца NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχοποιέω:''' [[делать]] (золотого) тельца NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοποιέω Medium diacritics: μοσχοποιέω Low diacritics: μοσχοποιέω Capitals: ΜΟΣΧΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: moschopoiéō Transliteration B: moschopoieō Transliteration C: moschopoieo Beta Code: mosxopoie/w

English (LSJ)

make a calf, Act.Ap.7.41.

German (Pape)

[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer l'image d'un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.

English (Strong)

from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.

English (Thayer)

μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer's Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.

Chinese

原文音譯:moscopoišw 摩士何-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:牛-作) 相當於: (מַסֵּכָה‎)+ (עֵגֶל‎)
字義溯源:鑄造牛犢,造牛犢;由(μόσχος)*=公牛)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯造了一個牛犢(1) 徒7:41