μοσχοποιέω: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />fabriquer l'image d'un veau.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]]. | |btext=-ῶ :<br />fabriquer l'image d'un veau.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοσχοποιέω:''' [[делать]] (золотого) тельца NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
make a calf, Act.Ap.7.41.
German (Pape)
[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fabriquer l'image d'un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.
English (Strong)
from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.
English (Thayer)
μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer's Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.
Chinese
原文音譯:moscopoišw 摩士何-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:牛-作) 相當於: (מַסֵּכָה)+ (עֵגֶל)
字義溯源:鑄造牛犢,造牛犢;由(μόσχος)*=公牛)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯造了一個牛犢(1) 徒7:41