μυελόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />plein de moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />plein de moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡελόεις:''' όεσσα, όεν наполненный мозгом (ὀστέα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυελόεις:''' -εσσα, -εν, [[γεμάτος]] από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μυελόεις:''' -εσσα, -εν, [[γεμάτος]] από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡελόεις:''' όεσσα, όεν наполненный мозгом (ὀστέα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυελόεις]], εσσα, εν<br />[[full]] of [[marrow]], Od. [from [[μυελός]]
|mdlsjtxt=[[μυελόεις]], εσσα, εν<br />[[full]] of [[marrow]], Od. [from [[μυελός]]
}}
}}

Revision as of 14:41, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελόεις Medium diacritics: μυελόεις Low diacritics: μυελόεις Capitals: ΜΥΕΛΟΕΙΣ
Transliteration A: myelóeis Transliteration B: myeloeis Transliteration C: myeloeis Beta Code: muelo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, full of marrow, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Od.9.293; fat, rich, ὄστρεα μ. Matro ap.Ath.4.135a; of chicken broth, Nic.Al.59.

German (Pape)

[Seite 213] εσσα, εν, markig, voll Mark, ὀστέα, Od. 9, 293; ὄστρεα, gallertartig, Matron bei Ath. IV, 135 a; vgl. ποτὸς ὄρνιθος, Nic. Al. 59, wo der Schol. erkl. τὸν ὡς μυελὸς γενόμενον ἐκ τῆς ἑψήσεως; daher = nahrhaft, fett.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plein de moelle.
Étymologie: μυελός.

Russian (Dvoretsky)

μῡελόεις: όεσσα, όεν наполненный мозгом (ὀστέα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μυελόεις: εσσα, εν, πλήρης μυελοῦ, σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Ὀδ. Ι. 293· παχύς, εὐτραφής, εὔσαρκος, ἢ μαλακός, τρυφερός, ὄστρεα μ. Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Α, πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 3. 638.

Greek Monolingual

μυελόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι
2. (κατ' επέκτ.) μαλακός, τρυφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

μυελόεις: -εσσα, -εν, γεμάτος από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυελόεις, εσσα, εν
full of marrow, Od. [from μυελός