ξύρησις: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de raser, de tondre.<br />'''Étymologie:''' [[ξυράω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de raser, de tondre.<br />'''Étymologie:''' [[ξυράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξύρησις:''' εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξύρησις]], ἡ (Α) [[ξυρώ]]<br /><b>1.</b> [[ξύρισμα]], [[ξυράφισμα]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> [[ξύρισμα]] ως [[μέσο]] εξευτελισμού, [[εξευτελισμός]] κάποιου με [[ξύρισμα]] («καὶ ἐκάλεσε [[κύριος]]... ἐν τῇ ἡμερᾳ [[ἐκείνῃ]] κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).
|mltxt=[[ξύρησις]], ἡ (Α) [[ξυρώ]]<br /><b>1.</b> [[ξύρισμα]], [[ξυράφισμα]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> [[ξύρισμα]] ως [[μέσο]] εξευτελισμού, [[εξευτελισμός]] κάποιου με [[ξύρισμα]] («καὶ ἐκάλεσε [[κύριος]]... ἐν τῇ ἡμερᾳ [[ἐκείνῃ]] κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).
}}
{{elru
|elrutext='''ξύρησις:''' εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρησις Medium diacritics: ξύρησις Low diacritics: ξύρησις Capitals: ΞΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: xýrēsis Transliteration B: xyrēsis Transliteration C: ksyrisis Beta Code: cu/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, shaving, Asclep. ap. Gal.12.413, Plu.2.352c(pl.), Archig. ap. Aët.6.28, Alex.Aphr.Pr.2.36; baldness, LXXIs.22.12.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, das Scheeren, Abscheeren des Haares, Plut. de Is. et Os. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de raser, de tondre.
Étymologie: ξυράω.

Russian (Dvoretsky)

ξύρησις: εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξύρησις: ἡ, τὸ ξύρισμα, Πλούτ. 2. 359C, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 36.

Greek Monolingual

ξύρησις, ἡ (Α) ξυρώ
1. ξύρισμα, ξυράφισμα της κεφαλής
2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).