περιβιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι. | |btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιβιάζομαι:''' [[напрягать все силы]] Aesop. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[μεταχειρίζομαι]] όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] ενός προσώπου ή πράγματος, [[παραβιάζω]] («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιάζω]] / -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[μεταχειρίζομαι]] όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] ενός προσώπου ή πράγματος, [[παραβιάζω]] («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιάζω]] / -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 3 October 2022
English (LSJ)
use great force, Aesop.103: c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
French (Bailly abrégé)
déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
Greek Monolingual
Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].