παρυφίστημι: Difference between revisions
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] (s. [[ἵστημι]]), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] (s. [[ἵστημι]]), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρῠφίστημι:''' тж. med. сопутствовать, сосуществовать (τινι Diog. L., Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[υφίστημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή σε [[αντιδιαστολή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ [[διάβολος]], Ιω. Χρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρυφίσταμαι</i><br />[[υπάρχω]] εξαρτημένος από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ παρυφιστάμενα τοῖς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ παρυφιστάμενον</i><br />οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρυφιστάμενος [[φόβος]]» — [[ενστικτώδης]] [[φόβος]]. | |mltxt=ΜΑ [[υφίστημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή σε [[αντιδιαστολή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ [[διάβολος]], Ιω. Χρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρυφίσταμαι</i><br />[[υπάρχω]] εξαρτημένος από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ παρυφιστάμενα τοῖς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ παρυφιστάμενον</i><br />οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρυφιστάμενος [[φόβος]]» — [[ενστικτώδης]] [[φόβος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
A place close beside:—pres. Act. only in form παρυφιστάνω, indicate, A.D.Adv.129.18: pf., stand close beside, παρυφέστηκε τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλον Proll. Hermog. in Rh. 4.21 W. II Pass., with aor. 2 -υπέστην, subsist coordinately with, τινι Stoic. 2.48, S.E.P.1.205, D.L.9.105, Plot.2.9.14, Porph.Sent.43, Ascl. in Metaph.371.2: abs., Simp. in Cat.110.5. 2 arise in consequence, J.AJ15.8.4; παρυφιστάμενος φόβος instinctive dread, Herod.Med. ap. Orib.8.3.7; τὸ ἐξ ἑκάστης λέξεως παρυφιστάμενον νοητόν A.D.Synt. 4.5; τὰ ποικίλως παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων ib.297.5. 3 τὸ παρυφιστάμενον deposit in urine, Gal.6.251 (pl.), 19.574.
German (Pape)
[Seite 529] (s. ἵστημι), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm.
Russian (Dvoretsky)
παρῠφίστημι: тж. med. сопутствовать, сосуществовать (τινι Diog. L., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παρυφίστημι: ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, ἕστηκα παρά, παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς μέρος οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., ὑπάρχω ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.
Greek Monolingual
ΜΑ υφίστημι
1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.)
2. μέσ. παρυφίσταμαι
υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῖς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)
3. γραμμ. παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, Ευστ.)
αρχ.
1. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ παρυφιστάμενον
οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα ούρα
2. φρ. «παρυφιστάμενος φόβος» — ενστικτώδης φόβος.