προλογίζω: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être le principal acteur d'une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]]. | |btext=être le principal acteur d'une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προλογίζω:''' рит. произносить пролог или выступать первым в драме. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]]. | |mltxt=ΝΑ [[πρόλογος]]<br />[[μιλώ]] [[πρώτος]] («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] τον πρόλογο σε [[κάτι]] («ο [[καθηγητής]] του προλόγισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] προεισαγωγικά («τη [[διάλεξη]] του καθηγητή θα προλογίσει ο [[πρόεδρος]] του ιδρύματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με δικαστήριο) [[εκφράζω]] τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[προλογίζομαι]]<br />[[εξετάζω]], [[μελετώ]] [[προηγουμένως]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 3 October 2022
English (LSJ)
A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC 2 to be spokesman in a court of law, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.). II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.
German (Pape)
[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.
French (Bailly abrégé)
être le principal acteur d'une pièce.
Étymologie: πρόλογος.
Russian (Dvoretsky)
προλογίζω: рит. произносить пролог или выступать первым в драме.
Greek (Liddell-Scott)
προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.
Greek Monolingual
ΝΑ πρόλογος
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής του προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη του καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος του ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.