προτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fortification devant un mur, rempart.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τειχίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />fortification devant un mur, rempart.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τειχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προτείχισμα:''' ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.
}}
{{elru
|elrutext='''προτείχισμα:''' ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτείχισμα Medium diacritics: προτείχισμα Low diacritics: προτείχισμα Capitals: ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: proteíchisma Transliteration B: proteichisma Transliteration C: proteichisma Beta Code: protei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό, advanced fortification, outwork, Th.4.90, 6.100 (pl.), LXX 2 Ki. 20.15, Plb.2.69.6, etc.

German (Pape)

[Seite 791] τό, Vormauer, Befestigung vor der eigentlichen Mauer, Thuc. 6, 100 u. Folgde; χωρίον εὖ κατεσκευασμένον καὶ προτειχίσμασι καὶ τείχει, Pol. 4, 61, 7; auch beim Lager, 2, 69, 6; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fortification devant un mur, rempart.
Étymologie: πρό, τειχίζω.

Russian (Dvoretsky)

προτείχισμα: ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προτείχισμα: τὸ, ἐξωτερικὸν τείχισμα, ὀχύρωμα, προμαχών, Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προτειχίζω
οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος
νεοελλ.
ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.