στοιχείωμα: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στοιχείωμα:''' ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[στοιχειῶ]]<br /><b>1.</b> [[θεμελιώδης]], βασική [[αρχή]], τα [[πρώτα]] στοιχεία<br /><b>2.</b> [[στοιχείο]] («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στοιχειώματα</i><br />τα [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου. | |mltxt=τὸ, ΜΑ [[στοιχειῶ]]<br /><b>1.</b> [[θεμελιώδης]], βασική [[αρχή]], τα [[πρώτα]] στοιχεία<br /><b>2.</b> [[στοιχείο]] («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στοιχειώματα</i><br />τα [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, elementary or basic principle, Epicur.Ep.1p.4U., Phld.Rh.1.140S.
German (Pape)
[Seite 946] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα.
Russian (Dvoretsky)
στοιχείωμα: ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχείωμα: τό, στοιχεῖον, ἀρχή, προπαίδευμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου· - ὅθεν στοιχειωματικοί, οἱ, οἱ ἐκ τῶν ζῳδιακῶν σημείων προλέγοντες τὴν τύχην κατὰ τὴν γέννησίν τινος, Πτολεμ., Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ στοιχειῶ
1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία
2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)
3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα
τα σημεία του ζωδιακού κύκλου.