συνεγκλίνω: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγκλίνω:''' (ῑ) Diod. [[varia lectio|v.l.]] = [[συνεκκλίνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γράφω]] ως εγκλιτικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεγκλίνομαι</i><br />[[κλίνω]] ή κάμπτομαι [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκλίνω]] / -<i>ομαι</i> «[[αποβάλλω]] τον τόνο μου ο [[οποίος]] μεταβιβάζεται στην προηγούμενη [[λέξη]], [[κλίνω]], [[κάμπτω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], in Pass., A collapse completely, D.S.3.26. II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.
German (Pape)
[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
Russian (Dvoretsky)
συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v.l. = συνεκκλίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνω ἢ κάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
Greek Monolingual
Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].