συνερκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d'autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d'autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνερκτικός:''' досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερτικός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνερκτικός:''' -ή, -ὸν ([[συνέργω]]), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη [[γωνία]]» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει [[χωρίς]] επιχειρήματα· [[ισχυρός]], [[πιεστικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνερκτικός:''' -ή, -ὸν ([[συνέργω]]), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη [[γωνία]]» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει [[χωρίς]] επιχειρήματα· [[ισχυρός]], [[πιεστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερκτικός:''' досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερτικός]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ερκτικός, ή, όν [[συνέργω]]<br />of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] [[into]] a [[corner]], [[cogent]], Ar.
|mdlsjtxt=συν-ερκτικός, ή, όν [[συνέργω]]<br />of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] [[into]] a [[corner]], [[cogent]], Ar.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερκτικός Medium diacritics: συνερκτικός Low diacritics: συνερκτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synerktikós Transliteration B: synerktikos Transliteration C: synerktikos Beta Code: sunerktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (συνέργω) of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; sel.d'autres dont les raisonnements sont pressants.
Étymologie: συνέργω.

Russian (Dvoretsky)

συνερκτικός: досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v.l. συνερτικός).

Greek (Liddell-Scott)

συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.

Greek Monotonic

συνερκτικός: -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

συν-ερκτικός, ή, όν συνέργω
of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.