ταυροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροβόλος:''' [[убивающий быка]]: τ. [[τελετή]] Anth. принесение в жертву быка.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[φονιάς]] ταύρων, τελετὴ [[ταυροβόλος]], [[θυσία]] ταύρου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ταυροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[φονιάς]] ταύρων, τελετὴ [[ταυροβόλος]], [[θυσία]] ταύρου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροβόλος:''' [[убивающий быка]]: τ. [[τελετή]] Anth. принесение в жертву быка.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />slaughtering bulls, τελετὴ τ. a [[sacrifice]] of a [[bull]], Anth.
|mdlsjtxt=ταυρο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />slaughtering bulls, τελετὴ τ. a [[sacrifice]] of a [[bull]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόλος Medium diacritics: ταυροβόλος Low diacritics: ταυροβόλος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: taurobólos Transliteration B: taurobolos Transliteration C: tavrovolos Beta Code: taurobo/los

English (LSJ)

ον, striking or slaughtering bulls, τελετὴ τ., = ταυροβόλιον, IG22.4841.3, 11, 14.1018, 1020.

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere werfend, erlegend, τελετή, ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on immole un taureau.
Étymologie: ταῦρος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ταυροβόλος: убивающий быка: τ. τελετή Anth. принесение в жертву быка.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόλος: -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., θυσία ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.

Greek Monolingual

ον, Α
1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους
2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο
3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» — το ταυροβόλιον επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

ταυροβόλος: -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ταυρο-βόλος, ον, βάλλω
slaughtering bulls, τελετὴ τ. a sacrifice of a bull, Anth.