τετράπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long, large, <i>etc.</i>, de quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πέζα]].
|btext=ος, ον :<br />long, large, <i>etc.</i>, de quatre pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πέζα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπεδος:''' [[πέδον]] четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).<br />[[πούς]] имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] επιφάνειες ή από [[τέσσερεις]] πλευρές, [[τετράγωνος]] («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», <b>Διόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψί</i>-<i>πεδος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] τεσσάρων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] <span style="color: red;"><</span> <i>πεδjα</i>, δωρ. τ. της λ. [[πούς]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀκτά</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] επιφάνειες ή από [[τέσσερεις]] πλευρές, [[τετράγωνος]] («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», <b>Διόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψί</i>-<i>πεδος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] τεσσάρων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] <span style="color: red;"><</span> <i>πεδjα</i>, δωρ. τ. της λ. [[πούς]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀκτά</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπεδος:''' [[πέδον]] четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).<br />[[πούς]] имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπεδος Medium diacritics: τετράπεδος Low diacritics: τετράπεδος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: tetrápedos Transliteration B: tetrapedos Transliteration C: tetrapedos Beta Code: tetra/pedos

English (LSJ)

ον, A with four surfaces or sides, squared, λίθοι D.S.20.95, cf. IG42(1).119.14, al. (Epid.), Arr.An.6.29.5 (v.l. τετραπόδου), Hdn.8.4.2. II of four feet, κλίμακατῷ πλάτειτετράπεδον Plb.8.4.4, cf. Orac. ap. Plu.Aem. 15.

German (Pape)

[Seite 1098] vierflächig, mit vier Flächen od. Ebenen, Hdn. 8, 4, 4. Aber τετράπεδον μέγεθος ist eine Größe von vier Fuß, Plut. Aemil. 15, wie κλῖμαξ Pol. 8, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, etc., de quatre pieds.
Étymologie: τέσσαρες, πέζα.

Russian (Dvoretsky)

τετράπεδος: πέδον четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).
πούς имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπεδος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ἐπιφανειῶν ἢ πλευρῶν ἀποτελούμενος, τετράγωνος, λίθοι Διόδ. 20. 95, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29 (Ἀντίγραφα τετραπόδου), Ἡρῳδιαν. 8. 4. ΙΙ. ἔχων μῆκοςπλάτος τεσσάρων ποδῶν, τῷ πλάτει Πολύβ. 8. 6, 4, πρβλ. Χρησμ. ἐν Πλουτ. Αἰμιλ. 15.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί-πεδος].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ὀκτά-πεδος].