τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρωπάομαι]], [[τρωπῶμαι]] se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρωπάομαι]], [[τρωπῶμαι]] se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρωπάω:''' [intens. к [[τρέπω]] поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι [[φόβονδε]] или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωπάω:''' [intens. к [[τρέπω]] поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι [[φόβονδε]] или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωπάω Medium diacritics: τρωπάω Low diacritics: τρωπάω Capitals: ΤΡΩΠΑΩ
Transliteration A: trōpáō Transliteration B: trōpaō Transliteration C: tropao Beta Code: trwpa/w

English (LSJ)

poet. for τρέπω, turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tourner, infléchir;
Moy. τρωπάομαι, τρωπῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.
Étymologie: τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

τρωπάω: [intens. к τρέπω поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι φόβονδε или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.

Greek (Liddell-Scott)

τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.

English (Autenrieth)

(τρέπω), part. τρωπῶσα, mid. ipf. τρωπῶντο, iter. τρωπάσκετο: act., change frequently, vary, Od. 19.521; mid., intrans., turn oneself.

Greek Monotonic

τρωπάω: ποιητ. αντί τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω τον τόνο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τρωπάω, [Frequent. of τρέπω
to turn constantly, change its notes, of the nightingale, Od.:—Mid. to turn oneself, turn about, Hom.

Frisk Etymology German

τρωπάω: {trōpáō}
See also: s. τρέπω.
Page 2,939